- σύνοφρυς
- (-υος), υς, υ см. συνοφρυωμένος
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σύνοφρυς — with meeting eyebrows masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοφρυς — υ, ΝΜΑ, και συνόφρυς Α σκυθρωπός, κατσούφης αρχ. αυτός που έχει ενωμένα τα φρύδια στη μέση τού μετώπου, που έχει πυκνά φρύδια («κἤμ ἐκ τῷ ἄντρω σύνοφρυς κόρα ἐχθὲς ἰδοῑσα τὰς δαμάλας», Θεόκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ὀφρύς«φρύδι»] … Dictionary of Greek
σύνοφρυ — σύνοφρυς with meeting eyebrows masc voc sg σύνοφρυς with meeting eyebrows neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύνοφρυν — σύνοφρυς with meeting eyebrows masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνοφρυάζω — Α [σύνοφρυς] γίνομαι σύνοφρυς … Dictionary of Greek
οφρύς — η (Α ὀφρῡς και ὀφρύς) 1. το έπαρμα που βρίσκεται πάνω από την οφθαλμική κόγχη μαζί με το τοξοειδές τριχωτό δέρμα που τό καλύπτει, το φρύδι 2. φρ. «οφρύς λόφου [ή όρους]» το χείλος γκρεμού, και, γενικά, το κράσπεδο οποιουδήποτε υψώματος νεοελλ. 1 … Dictionary of Greek
σκουντούφλης — ο, θηλ. σκουντούφλα, Ν [σκουντούφλα] 1. αυτός που περπατά απρόσεχτα, με αποτέλεσμα να σκοντάφτει συνεχώς 2. άνθρωπος κατσουφιασμένος, σκυθρωπός, σύνοφρυς 3. μτφ. (για τον καιρό) σκοτεινός, συννεφιασμένος, βαρύς … Dictionary of Greek
συνοφρυώνομαι — συνοφρυοῡμαι, όομαι, ΝΜΑ [σύνοφρυς] νεοελλ. σουφρώνω τα φρύδια μου από δυσαρέσκεια, θυμό, ανησυχία ή βαθιά σκέψη, σκυθρωπάζω, κατσουφιάζω αρχ. 1. σουφρώνω τα φρύδια μου από λύπη, λυπούμαι, θλίβομαι (α. «στυγνῷ προσώπῳ καὶ ξυνωφρυωμένῳ», Ευρ. β.… … Dictionary of Greek